ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Στη
μέση της σκηνής υπάρχει μία ανοιχτή
σαρκοφάγος που μοιάζει
αιγυπτιακή, αλλά
δεν είναι. Είναι τοποθετημένη σε κάποιο
πάγκο ή
τραπέζι, όπως τα φέρετρα στις
κηδείες, ώστε να φτάνει λίγο πιο
πάνω
από τη μέση ενός όρθιου ανθρώπου. Το
τραπέζι ή ο πάγκος
καλύπτεται από πορφυρό
βελούδο. Μέσα από τη σαρκοφάγο
φαίνεται
το σώμα του νεκρού. Στο πρόσωπο φέρει
τη γνωστή
προσωπίδα του Αγαμέμνονα, η
οποία χρυσίζει στο φως που πέφτει
πάνω
της. Η υπόλοιπη σκηνή είναι σκοτεινή.
Από το βάθος του
σκοταδιού βγαίνει η
κάθε φιγούρα που μιλάει, του απευθύνει
τον
μονόλογό της και ξαναγυρίζει στο
σκοτάδι. Στο τέλος, μετά από μία
παύση,
ακούγεται η ίδια η φωνή του Αγαμέμνονα,
υπόκωφη, σαν
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Σ`
αγάπησα με μια αγάπη σπαραχτική
ήταν
για μένα πάντοτε γιορτή,
όταν
με φέρνανε να με δεις
με
το καλό μου φουστανάκι, την εσθήτα μου,
και
τα μαλλιά μου καλοχτενισμένα,
με
τις χρυσές καρφίτσες στις κοτσίδες,
με
μια ελαφριά υπόκλιση να σε χαιρετήσω
και
να σου φιλήσω το χέρι,
τη
βαθειά σου φωνή για ν` ακούσω
να
με ρωτάει τι κάνω,
πιο
αδιάφορη απ` τη φωνή σου εκείνη
που
μιλάει στα σκυλιά σου
και
το βλέμμα σου να γλιστρά
στην
τόσο προετοιμασμένη μου εμφάνιση
βιαστικά.
Πόσα
τραγούδια έμαθα να σου πω
πόσα
ποιηματάκια
που
δεν μ` άφησες να τελειώσω ποτέ
γιατί
ο Μενέλαος ήρθε να σε δει
και
ήτανε πολύ επείγον,
γιατί
ένας αγγελιαφόρος έφτασε
και
τα νέα ήτανε πολύ σημαντικά
και
ούτε θυμήθηκες να με καλέσεις ποτέ
από
μόνος σου να σου τα τελειώσω.
Μπαμπά,
έκανες κι άλλα παιδιά
κι
ερχόμαστε πια όλες μαζί
κι
ήσουνα ακόμα πιο μακρυά
με
τη βαθειά σου φωνή
να
γεμίζει όλο το σπίτι,
εσύ
να φωνάζεις και να βρίζεις τους υπηρέτες
να
βλαστημάς τους στρατιώτες
να
τραγουδάς μεθυσμένος με τις εταίρες
να
σκοτώνεσαι με τη μαμά, μέρα και νύχτα
η
φωνή σου
ήταν
το μόνο που είχα, το πιο πολύτιμο
από
σένα.
Κι
έτσι, όταν γύρισες να με κοιτάξεις,
και
τα βαθιά σου μάτια
εισχώρησαν
σε μένα
και
η φωνή σου μου απηύθυνε το λόγο,
επιστρατεύοντας
όλη τη γοητεία
που
είχες και δεν είχες
και
μου ζήτησες να θυσιαστώ για σένα,
εγώ
σου αρνιόμουν και σε παρακαλούσα
για
να σε κάνω να με ξανακοιτάξεις
για
να νιώσω τη φωνή σου να ηχεί για μένα
ακόμα
μια φορά
για
να ακούω τα παρακάλια σου
ξανά
και ξανά,
εσύ
ο Αγαμέμνονας
και
όλος ο στρατός ξοπίσω σου,
σε
μία απόλυτη σιωπή
με
κρατημένη την ανάσα
κι
εγώ να σ` έχω
για
μία και μοναδική φορά
να
κρέμεσαι απ` τα χέρια μου
να
κρέμεσαι από μένα τι θα πω,
ω
θεοί
κι
εσύ ποτνία Άρτεμις,
που
σου ευχήθηκα
να
το ζήσω αυτό
κι
ας πεθάνω!
ΧΡΥΣΗΪΣ
Από
την πρώτη στιγμή ένοιωσα αηδία
γι`
αυτό το κοκκινισμένο απ` τα μεθύσια
πρόσωπό σου
γι`
αυτά τα πρησμένα και κρεμασμένα χείλια
σου
και
το γεμάτο καυχησιά αρπαχτικό σου βλέμμα
και
προσευχόμουνα κρυφά στον Φοίβο
να
μη με κληρώσουνε σε σένα.
Όμως
όταν με διατιμήσατε ως την καλύτερη
σκλάβα
το
κατάλαβα πως θα πάω στον αρχηγό,
από
τον τρόπο που κιόλας με κοιτούσες.
Κι
όλα μου τα προαισθήματα βγήκανε αληθινά
εσύ
`σαι συνηθισμένος στις εταίρες
ξέρεις
μονάχα να προσβάλλεις και ν`αρπάζεις,
δεκάρα
τσακιστή δε δίνεις για τα δάκρυα μιας
κόρης.
Μα
βρήκα τρόπο και ειδοποίησα κρυφά
τον
πατέρα μου στη Χρύσα να έρθει το
γρηγορότερο
τον
προειδοποίησα πως είσαι κακός και
παλιοτόμαρο
και
να φέρει λύτρα πολλά, ολόχρυσα, τέτοια
που σου αρέσουν!
Μα
δε φαντάστηκα πως τόσο ζώο είσαι
να
προσβάλεις τον ιερέα του Απόλλωνα
απροκάλυπτα
να
τον αποκαλείς “γέρο” και να τον απειλείς
πως
θα τον σπάσεις στο ξύλο, άμα τον ξαναδείς
ποτέ
κοντά
στου στρατού σου τα καράβια!
Ε,
τώρα έκανες το λάθος της ζωής σου
τάβαλες
με το Φοίβο, απερίσκεπτε,
θα
δοκιμάσεις τα βέλη της φαρέτρας του στο
στράτευμά σου
χα,
χα, δεν ξέρεις, δεν φαντάζεσαι πόσο
πονηρός είναι ο Λοξίας:
θα
σε κάνει στις μάχες σου να νικηθείς,
θα
σε κάνει το πρωτοπαλλήκαρό σου να το
χάσεις,
και
να σέρνεσαι, συγγνώμη να ζητάς!
Μα
πριν απ` όλα θα σε κάνει
εμένα
μόνος σου να παραδώσεις
και
να πληρώσεις λύτρα κι από πάνω εσύ
αντί
να πάρεις!
Κι
όταν με το καλό στο σπίτι σου γυρίσεις
θα
κουβαλάς μαζί σου και το δώρο του
δώρο
ξεχωριστό, μεγάλο, από κείνα που σου
αρέσουν
κι
όλη η οργή της γυναίκας σου απάνω σου
θα πέσει!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Πάντα
ήσουν επιβλητικός
αν
και δεν ήσουν ιδιαίτερα ψηλός
είχες
ένα παράστημα, ένα στήσιμο
αρχοντικό,
ένα ύφος!
Μου
άρεσε η ιδέα
να
πάρω εγώ τον πιο ισχυρό,
τον
αρχηγό του στρατεύματος
και
η Ελένη η κόρη του Δία
να
πάρει τον δεύτερο...
Όμως
ο Μενέλαος
την
Ελένη την αγαπούσε
-
άλλο που αυτή έπαιζε με όλους-
ενώ
εσύ
αγαπούσες
μόνο την καλοπέρασή σου.
Όποιος
μαζί σου συναναστρέφεται
νοιώθει
την οργή να του ανεβαίνει στο κεφάλι
γιατί
εσύ δε φταις ποτέ
δεν
αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου
πάντοτε
σου φταίνε οι άλλοι.
Αλλά
ότι θα έφτανες μια μέρα
να
θυσιάσεις το παιδί
για
να κρατήσεις την αρχιστρατηγία
ε,
αυτό, δεν το φαντάστηκα ποτέ!
Έπρεπε
να παραιτηθείς
να
δώσεις την αρχιστρατηγία στον Μενέλαο
ή
σε όποιον άλλο ο στρατός επιθυμούσε.
Ας
γύριζες πίσω,
ας
έλεγες “το παιδί μου εγώ
δεν
μπορώ να το σκοτώσω”
στη
θεά
ας
της πέταγες το σκήπτρο της εξουσίας
να
το πάρει κάποιος άλλος...
Όμως
εσύ
όλους
θα μπορούσες να μας θυσιάσεις
αρκεί
να ήσουν αρχηγός!
Στα
κομμάτια το παράστημα
στα
κομμάτια η πρωτοκαθεδρία
ξέρεις
η οργή
μαζεύεται
με τα χρόνια
γίνεται
ένα πέτρωμα σκληρό
συμπαγές,
ψυχρό
σαν
να σφάζεις έναν κόκορα!
ΘΕΤΙΣ
Αχ,
έπεσε το παιδί μου
στα
χέρια σου, άτιμε,
σκύλε,
που ένα καλό δεν έκανες ποτέ
παρά
μονάχα ό,τι σε συνέφερε εσένα
που
άφησες το στρατό σου να πεθαίνει
γιατί
δεν ήθελες ν` ακούσεις πως
οργίστηκε
εναντίον σου ο Φοίβος
εγωιστή,
ανόητε ηγέτη που μισείς
κάθε
ευθύνη και τρελαίνεσαι
μονάχα
για τις τιμές και τα δώρα,
τι
σου έφταιξε ο Αχιλλέας
και
θέλησες να τον τσακίσεις
και
τουσπασες τα νεύρα
τον
έβγαλες εκτός εαυτού
για
να τον ξευτιλίσεις,
μην
τυχόν και φανεί ότι αυτός
νοιάζεται
τον στρατό
περισσότερο
από σένα
ηλίθιε,
μοναχοφάη
θα
σε φτιάξω εγώ
τώρα
πηγαίνω στον Δία
τη
νίκη θα τον καταφέρω
να
δώσει στους Τρώες
για
να μάθεις
νάρθεις
γονατιστός και να παρακαλάς
να
γυρίσει ο Αχιλλέας μου στη μάχη...
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σε
περίμενα τόσον καιρό
να
γυρίσεις
ήμουν
μικρό κοριτσάκι
και
έγινα γυναίκα
και
σε περίμενα ακόμα...
Μπορεί
η ζωή μου να ήταν πικρή
όμως
τη στόλιζε η ελπίδα
κι
η γλυκιά απαντοχή
πως
όταν γυρίσεις
θα
βάλεις τα πράγματα στη θέση τους.
Ήμουνα
σίγουρη
πως
όταν γυρίσεις
θα
μου ξαναδώσεις τη θέση μου
στην
οικογένεια
στον
οίκο των Ατρειδών
πως
θα μου δώσεις πίσω
τη
χαμένη μου τιμή
και
τη μοίρα της αρχόντισσας.
Γι`
αυτό υπέμεινα τη δουλεία μου
με
σκυφτή σιωπή
κι
άφηνα μόνο το βλέμμα μου
να
κοιτά με περιφρόνηση
τη
μοιχαλίδα βασίλισσα
και
τον τύραννο
που
μας επέβαλε...
Όμως
αυτή
το ήξερε
και
μας εξαπάτησε όλους
με
το κόκκινο χαλί της
ακόμα
και η Κασσάνδρα
το
πάτησε
που
τα έβλεπε όλα.
Και
τώρα
που
κοίτεσαι νεκρός
μαράθηκαν
όλες μου οι ελπίδες
και
θάφτηκαν μαζί σου
κι
η μοίρα μου έγινε ακόμα πιο σκληρή
γιατί
η τυραννία έβγαλε τη μάσκα
και
η τρομοκρατία έγινε απόλυτη.
Σου
προσφέρω τα μαλλιά μου
τις
αγαπημένες μου κοτσίδες
όπως
αρμόζει στους νεκρούς,
τους
θρήνους και τα δάκρυά μου
μαζί
με τις υγρές προσφορές
που
κατεβαίνουν τώρα
στον
κάτω κόσμο των νεκρών
πατέρα
μου
που
δεν υπάρχεις πια
για
να μας προστατεύσεις
που
έγινες μία σκιά στον Άδη
και
μας άφησες ορφανά
στα
χέρια μιας αδίστακτης γυναίκας
που
λέει ότι όλα τα έκανε για το παιδί της
το
πεθαμένο
λες
και δεν έχει άλλα παιδιά
ζωντανά
να
υπολογίσει...
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Πρέπει
να υπάρχει κάποια κατάρα τελικά
στο
ανθρώπινο γένος
και
κάθε τι ωραίο
μετατρέπεται
σε συμφορά...
Καταραμένη
είναι η ομορφιά
καταραμένη
και η στιγμή
που
την απέκτησα
και
με έβαλε ο Απόλλωνας σημάδι...
Είτε
υποταχτείς στους θεούς
όπως
η Ελένη
είτε
αντισταθείς
όπως
εγώ
η
καταστροφή
δεν
αποφεύγεται!
Κι
αν αυτή είχε τον Δία πατέρα
εγώ
που δεν ήμουν τίποτα
και
που τόλμησα να έχω δική μου θέληση
έγινα
το παράδειγμα
πώς
τιμωρεί ο Απόλλωνας!
Α,
κι εσύ, αρχηγέ των Ελλήνων
μεγάλε
και φοβερέ
τελευταίε
κρίκε της συμφοράς μου
έφτασα
στο σημείο να σε λυπάμαι
βλέποντας
διάφανη τη μοίρα σου
την
ανόητη μεγαλομανία σου
βουτηγμένη
στο αίμα και την καταστροφή...
Α,
και να ξέρεις
κι
εσύ
κι
ο Απόλλωνας
και
όποιος άλλος
δεν
φοβάμαι να πεθάνω
είμαι
από βασιλική γενιά εγώ
αρχαιότερη
απ` τη δική σου
και
καλύτερα έτσι!
ΕΛΕΝΗ
Πάντοτε
τόξερα μέσα μου βαθιά
πως
ο πατέρας μου
ποτέ
δεν θα μ` εγκαταλείψει,
ό,τι
κι αν κάνουν οι άλλοι θεοί,
αρκεί
εγώ να μην τον προσβάλω.
Γι`
αυτό και τίμησα το όνομά του
και
τη θέση μου
όλη
μου τη ζωή.
Τι
φταίω εγώ
αν
η ζωή των θνητών είναι φριχτή
κι
αδυσώπητα δεμένη με το θάνατο
αν
ο πόλεμος, η αρπαγή και το πλιάτσικο
είναι
η αγαπημένη τους ασχολία;
Τι
φταίω εγώ επίσης
αν
είμαι ωραία
κι
αν έχω πατέρα τον Δία;
Μπορώ
να τους κοιτάω όλους από μακριά
και
να παραμένω ήρεμη
γιατί
ξέρω
πως
μετά
από
τη σύντομη αυτή ζωή
θα
πάω για πάντα στις νήσους των Μακάρων.
Αποφάσισα
από πολύ νωρίς λοιπόν,
από
την πρώτη μου αρπαγή από τον Θησέα
να
τους αντιμετωπίζω όλους
σαν
ένα παιχνίδι με κούκλες
που
σύντομα θα παλιώσουν
ενώ
εγώ θα παραμείνω.
Μην
προσπαθείτε να με σπιλώσετε λοιπόν
που
άφησα να γίνω ένα παιχνίδι στα χέρια
των θεών
μη
μου παριστάνετε εμένα ότι εσείς
τάχα
δεν παίζετε παιχνίδια.
Όσο
για σένα, αδερφέ του Μενέλαου
δεν
μου έκανε και μεγάλη εντύπωση
αλήθεια
που
ήρθες εσύ επικεφαλής
του
στρατού των Αργείων,
αντί
για τον Μενέλαο.
Κι
από μία άποψη καλύτερα.
Πάρε
εσύ την ύβρη της αρχιστρατηγίας
που
τόσο πολύ αγαπάς,
να
μείνει ο Μενέλαος ένας απλός πολεμιστής
γιατί
αυτός θάρθει μαζί μου
στα ευτυχισμένα
νησιά
και
το ξέρει.
ΒΡΙΣΗΙΣ
Έπρεπε
αυτόν
που
μου κατέστρεψε τη χώρα
το
σπίτι
τους γονιούς
τ`
αδέρφια
την ελευθερία
να
υποδέχομαι μέσα στο σώμα μου
με
στοργή
να παρηγορώ
και
να υπηρετώ.
Μα
ήταν μια μοίρα κοινή
η
μοίρα της αιχμάλωτης σκλάβας
και έτσι την υπέμεινα.
Τη
δική σου ύβρη όμως
που
μισείς
από
τυφλό εγωισμό
τους
δικούς σου ανθρώπους,
αυτούς
που σε τιμούν και σε υπηρετούν
αηδίασα
πιο πολύ στη ζωή μου.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Αφήστε
με να θρηνήσω
τη
χαμένη μου οικογένεια
δεν
με νοιάζει ποιος έκανε τι
δεν
με νοιάζει ποιος φταίει
εγώ
θα μείνω εδώ
και
είθε οι θεοί
να
με κάνουν κι εμένα πουλί
ή
πέτρα
ή
κάτι άλλο τέλος πάντων
που
για πάντα θα θρηνεί
τα
παιδάκια που έπαιζαν
στο
περιστύλιο κρυφτό
τόσο
χαρούμενα κάποτε
που
πηγαίναμε στεφανωμένα στη γιορτή
προτού
να έρθει το αίμα
να καλύψει τα πάντα...
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Αχ, πόσο θάθελα
να είμαι δυνατός σαν τον Φαραώ
να διατάζω κι όλοι να τρέμουν
και να μη διανοείται κανείς
να παρακούσει.
Να ντύνομαι στο χρυσάφι και στο ασήμι
με αμέτρητη συνοδεία να περνάω
κι όλοι να προσκυνούν.
Να τιμωρώ μ` ένα μου βλέμμα
και μ` ένα μου νεύμα να καταδικάζω.
Να οδηγώ το στρατό μου σε πολυάριθμες νίκες
και πόλεις να υποτάσσονται
και μόνο στη θέα των λαμπερών μου αρμάτων.
Μα εγώ δεν έχω Νείλο
να χτίσω την αυτοκρατορια μου
να μαζεύω τη σοδειά δύο φορές το χρόνο
με πολυάριθμους εργάτες που δέχονται
την υποταγή για χάρη του πλούτου.
Οι πεδιάδες μου είναι μικρές
και τα ποτάμια λίγα
και τα περισσότερα απ` αυτά
ξεραίνονται το καλοκαίρι.
Οι εργάτες ανυπότακτοι και αυθάδεις
ξεφεύγουν στα βουνά
προτιμούν να κάθονται μες τη φτώχεια
παρά νάρθουν να πολεμήσουν.
Έναν πόλεμο έκανα μεγάλο
και τρόμαξα να τους μαζέψω
με υποσχέσεις τον ένα
με κυνηγητά τον άλλο
με φανταστικές υποχρεώσεις δήθεν
τον όρκο που έδωσαν στον πεθερό μου.
Και μετά φαγωμάρες, έριδες
ζηλοτυπίες, ανταγωνισμοί
θιγμένα φιλότιμα και πείσματα
ήθελα νάξερα
αν είχε αυτό το στρατό ο Ραμσής
τι θάκανε...